- ἄπυγος
- ἄπῡγος, ον,A without buttocks, Semon.7.76, Pl.Com.184.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άπυγος — ἄπυγος, ον (Α) [πυγή] 1. ο χωρίς οπίσθια 2. αυτός που έχει ισχνά οπίσθια 3. ο κίναιδος … Dictionary of Greek
ἄπυγος — without buttocks masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπύγους — ἄπυγος without buttocks masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπύγων — ἄπυγος without buttocks masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπυγοι — ἄπυγος without buttocks masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάμινος — η, ο και καλαμένιος, α, ο (AM καλάμινος, ίνη, ον) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.) αρχ. αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek